O Τζίλο Ποντεκόρβο,
σκηνοθέτης: γεννήθηκε στην Πίζα της Ιταλίας στις 19 Νοεμβρίου 1919. Παντρεύτηκε
δύο φορές και απέκτησε τρεις γιους. Πέθανε στη Ρώμη στις 12 Οκτωβρίου 2006. Στο
αριστούργημα του «Η Μάχη του
Αλγερίου» (La Battaglia di Algeri), μια γυναίκα εθελόντρια στο Εθνικό
Απελευθερωτικό Μέτωπο (FLN) αφαιρεί τη μαντήλα της, κόβει τα μαλλιά της και με
ευρωπαϊκό φόρεμα και χτένισμα περνάει άνετα το γαλλικό σημείο ελέγχου με μια
βόμβα στην τσάντα που την αφήνει και εκρήγνυται σε ένα γεμάτο γαλλικό καφενείο,
με πολλούς νεκρούς. Ο Γάλλος διοικητής αλεξιπτωτιστών που στέλνουν στο Αλγέρι
για να συντρίψει τη δράση του FLN, δηλώνει στους δημοσιογράφους: "Ο
έλεγχος των εγγράφων που γίνεται στα μπλόκα είναι γελοίος. Αν κάποιος είναι
εντάξει, είναι και τρομοκράτης." Και
όταν ρωτήθηκε σε συνέντευξη Τύπου σχετικά με τη νομιμότητα της χρήσης
βασανιστηρίων που εφάρμοζε, απάντησε: "Μήπως είναι νόμιμο να ανατινάζεις καφενεία;
Πιστέψτε με, κύριοι, είναι ένας φαύλος κύκλος."
Είναι μια ταινία συναρπαστική και ακραίου
ρεαλισμού που από μια στιγμή και μετά νομίζεις πως βλέπεις ντοκιμαντέρ από τον
μεγάλο αγώνα των Αλγερινών για ανεξαρτησία. Πολλοί μάλιστα την κατατάσσουν μέσα
στις 10 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Καθώς η μεγάλη
συνάφεια των σκηνών της με τους μετέπειτα αγώνες των λαών κατά της
αποικιοκρατίας μαρτυρά την ευφυΐα της προσέγγισης του συγκεκριμένου καυτού
θέματος από τον Ποντεκόρβο και τον μόνιμο σεναριογράφο του, Φράνκο Σολινά.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο πως η ταινία
αποτέλεσε αντικείμενο σοβαρής μελέτης και από τις δύο εξεγερτικές ομάδες της
εποχής: το PLO της Παλαιστίνης και τους Μαύρους Πάνθηρες της Αμερικής καθώς και
από εκείνους που τους πολεμούσαν: την Μονσάντ του Ισραήλ και το Πεντάγωνο των
ΗΠΑ και οι οποίοι την είχαν χαρακτηρίσει κάτι «σαν εγχειρίδιο της τρομοκρατίας».
«Η Μάχη του Αλγερίου» αποδείχθηκε το
κορυφαίο σημείο της κινηματογραφικής αλλά άνισης καριέρας του Pontecorvo (έκανε
μόνο πέντε σοβαρές ταινίες μεγάλου μήκους) κερδίζοντας με αυτήν το Χρυσό
Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας το 1966 και τρεις
υποψηφιότητες για Όσκαρ, ενώ στη Γαλλία ήταν απαγορευμένη μέχρι το 1971, το
ίδιο έτος κατά το οποίο κυκλοφόρησε (με περικοπές) στη Βρετανία.
Ο Τζίλο Ποντεκόρβο μεγάλωσε μέσα στο
περιβάλλον μιας εύπορης εβραϊκής οικογένειας της Πίζα. Δύο από τους
μεγαλύτερους αδελφούς του έγιναν διακεκριμένοι επιστήμονες (ένας από αυτούς, ο
Μπρούνο, ατομικός φυσικός, προκάλεσε σκάνδαλο με τη διαφυγή του στη Σοβιετική
Ένωση το 1950) και ο ίδιος ο Τζίλο, παρά την επιθυμία να σπουδάσει μουσική, μετά
τους φυλετικούς νόμους του Μουσολίνι έφυγε στη Γαλλία το 1938. Εκεί επηρεάστηκε
άμεσα από τις αριστερές ιδέες και τις αφηγήσεις Γάλλων εθελοντών που είχαν
πάρει μέρος στον ισπανικό εμφύλιο.. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου
Πολέμου, τότε μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, επέστρεψε στο σπίτι
του, οργανώνοντας και συμμετέχοντας σε διάφορες αντιστασιακές δράσεις.
Μετά τον πόλεμο βλέπει το 1946 την ταινία
του Roberto Rossellini: «Paisan» (Παϊζά – Αυτοί
που έμειναν ζωντανοί) και «μένει ξερός»! Αποφασίζει αμέσως να δοθεί
ολοκληρωτικά στην 7η Τέχνη. Η ταινία αυτή πατώντας πάνω στ’ αχνάρια
της «Ρώμη Ανοχύρωτη Πόλη» συνεχίζει στην προβληματική της άμεσης καταγραφής του κατεστραμμένου
μεταπολεμικού τοπίου της Ιταλίας, σε πραγματικούς χώρους και με
μη-επαγγελματίες ηθοποιούς. Είναι σπονδυλωτή από έξι μέρη μεταξύ των οποίων η
καταγραφή της μάχης των παρτιζάνων ενάντια στους Γερμανούς για την κατάληψη της
Φλωρεντίας, αλλά και μια σειρά επεισοδίων, που αναδεικνύουν την ανατροπή
των κοινωνικών συμβάσεων στις συνθήκες του πολέμου.
Αμέσως ο Ποντεκόρβο βρίσκει δουλειά ως βοηθός σκηνοθέτη σε ταινίες των Steno, Mario Monicelli και Francesco Maselli. Στη δεκαετία του 1950, συναντιέται με τον Φράνκο Σολινάς, επίσης Κομμουνιστή, του οποίου η novella Squarciò αποτέλεσε τη βάση της πρώτης ταινίας μεγάλου μήκους, «Ο Δρόμος της Ντροπής» (La grande strada azzurra) το 1957 - η ιστορία ενός ψαρά που για να θρέψει την οικογένειά του
αναγκάζεται να καταφύγει στο απαγορευμένο ψάρεμα με δυναμίτη, ερχόμενος σε σύγκρουση με τους συναδέλφους του και με τραγικό γι’ αυτόν τέλος. Εν τω μεταξύ από το 1956 ο Ποντεκόρβο, με αφορμή την εισβολή του Κόκκινου Στρατού στη Βουδαπέστη, εγκαταλείπει το Κομμουνιστικό Κόμα χωρίς να υποστείλει καθόλου την επαναστατική του ματιά.
Το 1960, ο Pontecorvo και ο Solinas συνεργάστηκαν στο «Kapò», μια ιστορία που έγινε στα στρατόπεδα θανάτου των Ναζί. Όπου μια έφηβη Εβραία φυλακισμένη για να επιβιώσει, γίνεται «καπό», παίρνει δηλαδή τον μαύρο σταυρό και εποπτεύει τους ομοφύλους συγκρατούμενούς της πριν θυσιάσει ηρωικά τον εαυτό της ως πράξη εξιλέωσης. η ταινία έλαβε ανάμικτες κριτικές και απορρίφθηκε από το Μηνιαίο Δελτίο Κινηματογράφου ως «έργο διεφθαρμένο και επιφανειακό».
Το 1966 όπως είπαμε ήρθε «Η Μάχη του Αλγερίου», μόνο να προσθέσω εδώ πως η μουσική της ταινίας είναι του Ένιο Μορικόνε.
Το 1969 πάλι μαζί με το Σολινάς στο σενάριο γυρίζουν το «Κουεμάντα» (Queimada) με πρωταγωνιστή τον Marlon Brando ως Βρετανό πράκτορα σε μια αποικία της Καραϊβικής. Και εκεί είναι που στραβώνουν τα πράγματα και δεν μπορεί να κρατήσει το γνωστό ντικιμαντερίστικο ύφος του καθώς ο Μπράντο, με την έπαρση του Actors Studio, αρνείται να δεχτεί οδηγίες στα γυρίσματα. Κάτι που ο Ποντεκόρβο δεν το αφήνει να περάσει έτσι και συγκρούεται σφοδρά με τον Αμερικανό σταρ. Και όταν λέμε «συγκρούεται» εννοούμαι και ξύλο με γρονθοκοπήματα με αποτέλεσμα τα γυρίσματα να διακόπτονται για πολύ καιρό και η ταινία να κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να τιναχτεί στον αέρα. Μπαίνουν στη μέση και οι παραγωγοί και πιέζουν και με τα χίλια ζόρια το έργο ολοκληρώνεται. Μόνο που τελικά όλη αυτή η ιστορία δεν φάνηκε να επηρέασε πολύ την ταινία και βγήκε ένα πολύ αξιόλογο και ενδιαφέρον έργο. Ναι μεν δεν είχε την ντοκιμαντερίστικη ταχύτητα που ήθελε ο σκηνοθέτης στάθηκε όμως με σοβαρότητα ενός στοχαστικού και ικανοποιητικού διαλογισμού πάνω στη φύση της αποικιοκρατίας, γενικότερα. Αν και δεν έλειψαν οι κακεντρεχείς κριτικές που λόγω Σολινάς (δούλευε τότε σενάρια σπαγγέτι γουέστερν) και της μουσικής του Μορικόνε, δεν δίστασαν να πουν πως υπάρχει έντονη η αύρα αυτών των ταινιών.
Το 1979 χωρίς πλέον την
παρουσία του Σολινάς αλλά με έντονους τους ήχους του Μορικόνε ο Ποντεκόρβο
γυρίζει το «Operacion Ogro» (Επιχείρηση Όγκρο). Ταινία που βασίζεται στη
φοβερή εκτέλεση από την ΕΤΑ του διορισμένου από τον Φράνκο, Ισπανού
πρωθυπουργού Καρέρο Μπλάνκο το 1973 στο κέντρο της Μαδρίτης, εφαρμόζοντας τη
μέθοδο του Παναγούλη στην απόπειρά του
κατά του Δικτάτορα Παπαδόπουλου στην παραλιακή οδό που απέτυχε το 1968.
Μόνο που εδώ ο συγχρονισμός ήτανε τέλειος και η ποσότητα δυναμίτιδας που
εξερράγη στον υπόνομο τόσο μεγάλη που η έκρηξη εκτίναξε το αυτοκίνητο του
θύματος στη βεράντα του 3ου ορόφου της διπλανής πολυκατοικίας όπου
και στάθηκε.
Εδώ ο Ποντεκόρβο
επανήλθε στο αγαπημένο του ντοκιμαντερίστικο ύφος και η ταινία αποτέλεσε την
τιμώμενη ταινία του Φεστιβάλ Βενετίας του 1980. Ήταν ιταλοϊσπανικής παραγωγής.
Μην περιμένετε διακρίσεις, βραβεία και τέτοια, ταινίες με τέτοιο θέμα ποτέ δεν
βραβεύονται.
Τελειώνοντας το μικρό
αυτό αφιέρωμα θα παραθέσω κάποια λόγια του Σκηνοθέτη μας από μια συνέντευξή
του.
Μιλώντας για την εγγενή
αντίφαση της δημιουργίας πολιτικών ταινιών με καπιταλιστική υποστήριξη, ο
Pontecorvo (που έφυγε από το Κομμουνιστικό Κόμμα το 1956) παρατήρησε κάποτε:
«Μια ταινία δεν είναι επανάσταση. . . Αλλά ο κινηματογράφος μπορεί
να είναι ένας τρόπος αναζωογόνησης των νεκρών αντιδράσεων των ανθρώπων. . . Γι΄
αυτό πιστεύω σε έναν κινηματογράφο που απευθύνεται στις μάζες και όχι στον
κινηματογράφο - για μια ελίτ».