Κυριακή 27 Μαΐου 2018

Και ο ελληνικός κινηματογράφος;

 

   
 
 
Δεν ξέρω αν συμβαίνει και σε σας αλλά εγώ όταν βγαίνω από την αίθουσα του σινεμά όπου έχω δει κάποιο αριστούργημα με ταπεινή προέλευση: έργο π.χ. από Τουρκία, Ιράν, Ρουμανία, Βοσνία, Σερβία, Χιλή, Βολιβία και άλλες φτωχές χώρες, μαζί με την ψυχική ευφορία και έκσταση, νιώθω και κάποια πίκρα. Ένα παράπονο μέσα μου με γραντζουνάει: «που είναι το δικό μας σινεμά;».
Γιατί τα τελευταία χρόνια αν εξαιρέσουμε κάποιες ελάχιστες ταινίες όπως την «Εαρινή Σύναξη Των Αγροφυλάκων» του Δήμου Αβδελιώδη,   την «Πολίτικη Κουζίνα» του Τάσου Μπουλμέτη που έκοψε μάλιστα και πολλά εισιτήρια, τον «Όμηρο» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη που την έφαγε η μαρμάγκα του ελληνικού ρατσισμού –στο Ιντεάλ όλη την ώρα της προβολής οι «λεβέντες» της εκτός κοινοβουλίου ακόμη Χ.Α. κοπανάγανε δαιμονισμένα κάτι θεόρατα τύμπανα και στην έξοδο κρατώντας γαλανόλευκες μας περιέλουσαν με βρισιές και φτυσίματα— το «Τετάρτη 04.45» του Αλέξη Αλεξίου άντε και καμιά άλλη που μου διαφεύγει άντε και λίγες ελπιδοφόρες προσπάθειες νέων σκηνοθετών και σκηνοθετριών, νομίζω ότι βουλιάξαμε στη μετριότητα! Και με τόση κινηματογραφική παράδοση πίσω μας! Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 –που άλλες χώρες μόλις έκαναν τα πρώτα τους βήματα στην 7η τέχνη- είχαμε έναν πολύ καλό και ανθηρό κινηματογράφο.
Τα γιατί και τα διότι τα ψάχνουν οι ειδικοί: κάνουνε αναλύσεις, γράφουνε συμβουλές και λένε φταίει το ένα, φταίει το άλλο. Τι έρχομαι λοιπόν να προσθέσω εγώ; Και με ποια ιδιότητα θα μου πει κάποιος. Ας ξεκινήσω από το τελευταίο. Είμαι φορολογούμενος πολίτης, λάτρης της μεγάλης οθόνης και γράφω σε blog, όχι σε περιοδικό ή εφημερίδα, κάτι που μου δίνει την ευχέρεια να αναφέρω και κανα όνομα σαν αιτία του κακού μωρέ παιδί μου! Γιατί διακατέχομαι ξέρετε από ένα είδος περίεργης διαστροφής –μάλλον κακία πρέπει να είναι-- να προσωποποιώ τα πράγματα και τις καταστάσεις. Θέλοντας π.χ. να περιγράψω όλη αυτή την ξεφτίλα της μεταπολιτευτικής μας πραγματικότητας: τη λαμογιά, τη διαπλοκή τις αρπαχτές, τις καταπατήσεις δασών και τα αυθαίρετα, την παραπαιδεία τα φακελάκια και τα λαδώματα -ενώ μπορεί να μη φταίει για όλα ο συγκεκριμένος άνθρωπος-- εμένα μου βγαίνει αυτόματα το όνομα: Ανδρέας Παπανδρέου!
Και αν πάμε τώρα να μιλήσουμε για τον ελληνικό κινηματογράφο –κινηματογράφο όχι τηλεόραση μεγάλης οθόνης τύπου «λούφας» και «safesex»- για όλη τη σημερινή κατάντια του και μαρασμό του, πάλι στη μέση ο μηχανισμός της διαστροφής και …τσακ πάλι ένα όνομα: Θόδωρος Αγγελόπουλος. Ο άνθρωπος που σχεδόν 40 χρόνια χρηματοδοτήθηκε σκανδαλωδώς από τα χρήματα του κρατικού κορβανά!
Γιατί από την μεταπολίτευση και μετά που άρχισε να αναπτύσσεται η τηλεόραση και άρχισαν να κλείνουν οι κινηματογραφικές αίθουσες η μία μετά την άλλη και να αποσύρονται οι ιδιώτες παραγωγοί, λεφτά πια για την 7η τέχνη δίνονταν μόνο από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και την Κρατική Τηλεόραση. Την ίδια περίοδο ο Αγγελόπουλος χάρις στη μεγάλη επιτυχία του «Θιάσου» του –πρώτη αριστερή ταινία μετά τη χούντα και με θέμα τη δικτατορία του Μεταξά και την Αντίσταση- αποθεωμένος από σύμπασα την δημοσιογραφική κριτική έγινε κάτι σαν ο εθνικός μας σκηνοθέτης. Όλα τα λεφτά στο Θόδωρο!
Μόνο που κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο σκηνοθέτης μας ήταν μεγαλομανής με υπερπαραγωγές πανάκριβες! Αλλά και μέγας χασμουρητοποιός όπως αποδείχθηκε στην πορεία, καμία ταινία του δεν κάλυψε τα έξοδα της. Σπρώχνανε οι κριτικοί με τ’ αστεράκια τον κόσμο στις αίθουσες να δουν τα αριστουργήματα και αναστενάζανε τα καθίσματα --τα οποία ειρήσθω εν παρόδω πιο πολύ φθείρονται με τα ανιαρά έργα που δεν καθηλώνεται ο θεατής και στριφογυρίζει πάνω τους σαν σβούρα-- με τα μακρόσυρτα μακρινά πλάνα και τις σκηνές με ομίχλη και συννεφιά με ανθρώπους ντυμένους με πανωφόρια κασκόλ και καπέλα και με ιστορίες που δεν είχαν αρχή ούτε μέση και όταν έγραφε ΤΕΛΟΣ ψάχνονταν οι έρημοι θεατές να βρουν το γιατί και τι ακριβώς δεν κατάλαβαν να μην πιαστούν αδιάβαστοι σε καμιά παρέα γιατί έχουμε βλέπεις και τους συμβολισμούς! Το «φύση φάε ένα μπισκότο» που φώναζε ο μακαρίτης ο Βέγγος σε κάποια πετώντας προς το δάσος το εν λόγω γλύκισμα, συμβόλιζε, λέγανε οι κριτικοί, την αδυναμία του ανθρώπου να καταλάβει τις ανάγκες της φύσης!!!!
Μετά, με τη βοήθεια και της ιταλικής κρατικής τηλεόρασης είναι η αλήθεια για να μη γράφουμε και ανακρίβειες, προστέθηκαν και οι διεθνούς φήμης πρωταγωνιστές με τα μεγάλα κασσέ: Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, Μπρούνο Γκάτζ, Χάρβεϋ Καϊτέλ και πάει λέγοντας, λες και δεν υπήρχε ο Κούρκουλος και ο Βόγλης. Πολλά τα λεφτά. Οι περισσότερες ταινίες από τις χώρες που προανέφερα πρέπει να στοίχησε η κάθε μία όσο τα σάντουϊτς και οι καφέδες μιας ταινίας του Αγγελόπουλου. Πολλά τα χιλιόμετρα φίλμ και ούτε ένας λυγμός ούτε ένα δάκρυ ούτε ένας κόμπος στο λαιμό των θεατών και ας είχε την τόσο καλή μουσική υποστήριξη της Καραίνδρου!
Αυτά θα μου πει κάποιος πως είναι γούστα και ότι απαιτείται ίσως υψηλή καλλιέργεια από τον θεατή που εγώ δεν διαθέτω. Σύμφωνοι(αν και εδώ θα μπορούσα να καταθέσω την ένσταση πως τα έργα των μεγάλων δημιουργών όπως ο Χίτσκοκ, ο Κουροσάβα, ο Πολάνσκι, ο Φελίνι, ο Καζάν, ο Σκορτσέζε, ο Χέρτζοκ, ο Κουστουρίτσα, ο Καντσαλόφσκι, κλπ, κλπ, κλπ, βλέπονται από όλο τον κόσμο). Άλλο είναι αυτό που θέλω να τονίσω. Τα πόσα και πόσα ταλέντα χαθήκανε όλα αυτά τα χρόνια γιατί δεν έτυχαν κάποιας οικονομικής υποστήριξης από την πολιτεία. Και θα αναφέρω ένα παράδειγμα: To 1980 που γυρίστηκε ο «Μεγαλέξανδρος» --μια ταινία που δεν αντέχει κανείς σήμερα να τη δει και σύντομα θα περάσει στην κατηγορία των … καλτ-- η σκηνή του Ζαππείου, σκηνή εποχής που στο έργο κρατάει γύρω στα 5 λεπτά, είχε στοιχίσει 600.000 δραχμές. Όσο είχε στοιχίσει την ίδια χρονιά ολόκληρη η ταινία «Παραγγελιά» του Παύλου Τάσιου, λεφτά που τα πλήρωσε εξ’ ολοκλήρου από την τσέπη του. Ένας πολύ ταλαντούχος σκηνοθέτης που στην πορεία χάθηκε λόγω χρεοκοπίας και μια ταινία εκπληκτική –η σκηνή του φονικού είναι σεμιναριακού επιπέδου-- με καταιγιστικό ρυθμό που συχνά παίζεται στις τηλεοράσεις και συγκινεί και που εκτός των άλλων έχει περισώσει τις φοβερές απαγγελίες των ποιημάτων της από την αείμνηστη Κατερίνα Γώγου. Έ, η ταινία αυτή στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εκείνης της χρονιάς κυριολεκτικά σφαγιάστηκε και ήρθε τρίτη πίσω από τον «Μεγαλέξανδρο» και το «Μελόδραμα» του έτερου χασμουρητοποιού Νίκου Παναγιωτόπουλου – στους «Τεμπάληδες της Εύφορης Κοιλάδας» κόβεις φλέβες! Και ο Παύλος Τάσιος χάθηκε τελικά για τον κινηματογράφο!
Και με αφορμή τώρα την τελευταία ταινία του εθνικού μας σκηνοθέτη «Η Σκόνη του Χρόνου» και τη φυσική του απουσία, ευελπιστώ ότι κλείνει επί τέλους αυτός ο κύκλος και όπως λέμε ότι με την εξέγερση του Δεκέμβρη του ’08 έκλεισε ο κύκλος της μεταπολίτευσης, έτσι και εδώ: μια πραγματική σκόνη του χρόνου ίσως καλύψει άπαξ και δια παντός τη μακρόσυρτη και πανάκριβη αυτή ασχημία! 
 
 
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: